χιλιοστημόριο

χιλιοστημόριο
το, Ν
1. το ένα χιλιοστό μιας μονάδας
2. συνεκδ. ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιοστός + μόριο (πρβλ. τεταρτη-μόριο). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιοστημόριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χιλιοστό — το, Ν 1. καθένα από τα χίλια ίσα μέρη στα οποία διαιρείται μια μονάδα, χιλιοστημόριο 2. χιλιοστόμετρο 3. στρ. (ειδικά στο πυροβολικό) μονάδα μέτρησης γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. χιλιοστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”